Κι όπως αφρίζεις στο κουφάρι μου
και σκυλιάζεις μέσα στα κόκκαλά μου
παραφρονώ απ' τη ζήλια μου
και στενεύομαι αρμός στο πάτωμα.
Κι όσο οι μέρες με γεράζουν
χαίρομαι την εκδίκηση του χρόνου
που σε καταπίνει,
πενιά κιθάρας λεπτό λεπτό
στην άδεια σκηνή που έστησες.
Μελαγχολική μου ακρίβεια!
Γελάει ο πόνος μου που νόμισες
πως είμαι θέα κοινή
Δεν είμαι άνεμος σου είπα.
Είμαι φωτιά. Κρυφή, καταστροφική
κι απαρηγόρητη
τζιάτζιου μαρία