Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Δε μ' έκλωθες να μ' έπνιγες
μαύρη κλωστή και να τη σφίξεις 
παρά ζουμπούλια πο 'φερες 
δίχως τη μυρωδιά σου
δίχως το χρώμα των μαθιών
και δίχως τη θωριά σου
ολόιδια του γίγαντα 
αξιοζηλεμένη 
σαν τα βουνά θεόρατη
τα που ποτές δε σκύβουν
κι ας τα πατούν τα σύννεφα
στη ράχη και πονούνε
κι απά πετούν οι αετοί
και τ' άγρια τσακάλια
κι άνεμο δε λογιάζουνε 
και κρύα δε φοβούνται
μόνο μου σκίζουν την καρδιά 
και μου πονούν τα στήθια
τώρα που μου ξεμάκρυνες 
και μάνα δε φωνάζεις
και δεν ανθίζει ο κήπος μας
μήτε πουλί ζυγώνει 
στη φούχτα σου για να σταθεί 
στον ώμο σου να κάτσει 
να του μιλήσεις, να του πεις 
να το καλοχαϊδέψεις
σπυρί να δώκεις και νερό
για να μην αποθάνει
για να μην κλάψει η μάνα του
κι ο ουρανός θρηνήσει
και χύσει τόσα δάκρυα
ποτάμι και μας πνίξει
κι ούτε στον τάφο σου να 'ρθω
λουλούδι ν' ακουμπήσω
δρόμο δε θα 'χω να διαβώ
μον' λασπουριά και πέτρα
κι ως πού να 'ρθει η Άνοιξη
πώς να την περιμένω
κερί να φέρω η δόλια μου
καντήλι να σ' ανάψω
και να σ' αφήσω τα μαλλιά
τα χιλιοτραβηγμένα
για να 'χεις σου τη μυρωδιά
της γέννας σου στον κόσμο
να μη θαρρείς πως έφυγες
και θρήνος δεν ακούστη
για 'τα τα μάτια 'πο 'κλεισαν
για τούτα δω τα χέρια
την πέτρα που τη στύβανε
και το νερό της ρέει
καυτό και καίει μου την καρδιά
τα σωθικά μου λιώνει
καμάρι μου που να χαρώ
κι εγώ κοντά σου να 'ρθω
να σε χαϊδεύω, να φιλώ
τα μπράτσα σου, τα στήθια
σα να 'σαι πάλι ενός χρονού
που σου 'παιζα στην κούνια
κει δα με τα παιχνίδια σου
και σ' άκουγα το γέλιο
που γλυκολάλαε στις μεριές
και γιόμιζε το σπίτι
γιόμιζε ο κόσμος κι ο ντουνιάς
σαν τ' όνομά σου βγήκε
και φώναζα στη στράτα σου
κι η γης κρυφογελούσε
κι άπλωνε να κλωνάρια της
απάνω τους ν' ανέβεις
ψηλά, να δεις πως γεύονται
τα άνθη τους στα ύψη
τον άνεμο που λυγερός
κλωθογυρνάει και φέρνει
νυφούλες για το σταύρωμα
για να καρπίσει η πλάση
μη λείψει σου το φρούτο σου
μη λείψει το φαΐ σου
που σου ετοίμαζα ζεστό
να φας να μεγαλώσεις
θεριό να γίνεις να σε ιδώ
να σε καλοπαντρέψω
και πλάι σου πάλι εκεί εγώ
παιδιά να μεγαλώσεις
να καμαρώσω στις χαρές
και να σταθώ στις λύπες
στον ήλιο να 'χεις πρόσωπο
κι όχι κάτου στον Άδη
που σ' έστειλε το ριζικό
απ' το κακό το μπόλι
που 'πιασε στην καρδούλα σου
κι έσφιξε το κορμί σου
και κρύο πώς να το θωρώ
στη γης που σ' αγκαλιάζει
αετέ μου εσύ, σταυραετέ
και πάει το πέταγμά σου
εστέρεψε τον ουρανό
κι έκρυψε το φεγγάρι
σα σίγασ' η ομορφάδα σου
μονάκριβό μου ρόδο