Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2013

Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Δεν είναι μοίρα που ζωστήκαμ' απ' τη μέση
και αλαργέψαμ' απ' του χρόνου το πιθάρι
δρόμος σαθρός που θα βουλιάξει το ποδάρι
Δεν είναι τούτο ριζικό να μας πονέσει.

Είναι ψυχή π' αργοπεθαίνει και σαπίζει
χτικιό που λιώνει τ' άντερά μας και τα σώνει
κακιά αρρώστια που στο νου τα θαλασσώνει
Το μισητό εγώ μας π' αργοκαίει και καπνίζει.

Λύκο κακό π' ουρλιάζει μην τον εταΐσεις
έρχεται μέρα και σε τρώγει ο αφορεσμένος
ασ' να φωνάζει. Πες πως είν' αποθαμένος
Κοίτα τ' αρνί που δε βελάζει ν' αναστήσεις.



μαρια




Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2013

Άφησα όλα τα περιστέρια μου να φύγουν
λευκά, γκρίζα, όλα.
τους άνοιξα την πόρτα και με ξουτ ξουτ
γέμισα τον ουρανό φτερά σαν εκείνα 
που δεν ευτύχησα εγώ να 'χω.
άφησα τα περιστέρια μου.
και τη συναίσθηση - τρόφιμο 
που ήθελε μανιωδώς να εκτρέφει να συντηρεί
να συμβιώνει. Ξουτ.. 
τίποτα δεν κρατώ δικό μου, με τα χέρια μου
δεν ξαναταΐζω ζωντανό 
με τα χέρια μου δεν θάβω κι αυτή
αυτή η πράξη απελευθέρωσης είναι
η τελευταία μου. Τελευταία.
στα χέρια μου δεν θα πεθάνει τίποτα



Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2013

Τη αγνώστω ποιητρία



Σε πλάγιο αργαλειό στίχους υφαίνεις
Πλέξη σφιχτή μες στα στημόνια τους περνάς
Κι' αν τη σαϊτα σου σκεβρώσει ο χιονιάς
Αν τα υφάδια σου κοπούν, μην αποσταίνεις
Με τις αόρατες κλωστές της ειμαρμένης
Θα κροταλίζει τ' αργαλειού σου ο σεβντάς.

Φαρμάκι γιά ροδόμελο μη σ' αποσώσει
Μόλα το λιανοπούλι σου κι' όπου πετάξει
Και μιας ψυχής τη φλόγα να αδράξει
Τον πάγο μιας καρδιάς να σιγολιώσει
Μια μοναχά σταγόνα του αν στεγνώσει
Πα στο στίχο σου, η στάχτη έχει ανάψει.

Με ό,τι έχεις γράφε΄μ' ό,τι κρατεί στο χαλασμό.
Με το μελάνι αίμα που τη φλέβα σπάζει
Με αίμα που νερένιο αργοσταλάζει
Με το νερό που ξόρκι κάμει αγιασμό
Δάκρυ αγγέλου που μερεύει το νυγμό
Στα στήθια. Φιλί στ΄αχείλι που στενάζει.

Φτερό να γίνεσαι στου Πόε το κοράκι
Κι' ας απομείνεις μια σιωπή βοώντος.
Ποιητής λογάς κι η σιγαλιά σου βρόντος
Αναστενάρικου χορού στη Σαμοθράκη
Εικονοστάσι που αποτρώγει το σαράκι
Θα' σαι και λυγμός θεού αποθανόντος._

Δημήτρης Νικηφόρου
24 - 8 - 2013







https://www.facebook.com/pages/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%86%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%85/618036574876940?fref=ts



Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2013

Όλη νύχτα μιλούσε ακατάπαυστα. Έλεγε, έλεγε.. Με τα μάτια χαμένα στην πλημμύρα της αφήγησης
που ανάβλυζε τους κόπους μιας ζωής και τα χέρια δεμένα σφιχτά σαν για να μην της ξεφύγουν οι θύμησες, διέτρεχε τις ανισόπεδες διαβάσεις των αναστεναγμών της, σιάζοντας, βουνά τον καημό.
Κάπου κάπου έκανε ένα γύρω το βλέμμα ψάχνοντας στα καλντερίμια της ψυχής γι' αγαπημένους
και κάθε τόσο, όλο κάτι έβρισκε.
Αλλοτινές μορφές ανθρώπων που ξεπρόβαλαν μέσα από τις σκιές της, όσοι πήδηξαν τα παραθυράκια της μνήμης της και λησμονήθηκαν. αγνοούμενοι της σφοδρής καταιγίδας που σαρώνει το φως.

Ρομαντικές φιγούρες του παρελθόντος που ζωντάνευαν πλάι μου ξετύλιγαν το κουβάρι των παθών τους πίσω απ' τα ζαρωμένα χίλια της τ' απ' τον καιρό σκαμμένα. Και ξέθαβε τους πεθαμένους της
ανάβοντάς τους το καντήλι
"Τις αδερφάδες και τη μάνα" της
"Τ' αποθαμένο το παιδί" της.
Και της πατρίδας της το χώμα ο νους σκάλιζε που φύτευε μικρή, βιολέτες και κατόφυλλα και πότιζε τη ρίζα τους και χάιδευε τα άνθη.
Ως που 'ρθ' η αυγή και στάθηκε στο τζάμι μας.






Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

Απο "ΤΟ ΞΥΛΙΝΟ ΠΑΛΤΟ" Κατερίνα Γώγου



10

Τι πληκτικό καλοκαίρι κι αυτό, κύριέ μου, τι πληκτικό...
Τις νύχτες πιάνουνε ραγδαίες βροχές
μεγαλόσωμοι κύριοι με εκρού παναμάδες
βγαίνουν στους δρόμους
κομψά προχωρούν με σηκωμένα μπατζάκια
σκουπίζουν απαλά σταμπωτά τον ιδρώτα τους
με κάτι μεγάλα σεντόνια.
Το μεσημέρι, αγαπητέ μου, που πέφτουμε
άρρωστες παχουλές αλογόμυγες μας έρχονται
δεν ξέρω κι εγώ από που
παρατηρούν προσεκτικά
μία εμάς
μία τα κινέζικα καινούρια κομμάτια μας
μία την από αλάβαστρο προτομή του Λιστ
απάνω στο πιάνο.
Και ζέστη αγαπητέ, αφόρητη ζέστη.
Τ' απογεύματα που είναι όλα κλειστά
ξεκινάνε να μας κάνουν επίσκεψη
από κάπου δεν ξέρω με σκόνη
από κάπου πολύ μακριά
γέροι με άνοια και πολύ σκούρου χρώματος μελαχρινά παιδιά
με άδεια από καταΐφι κουτιά
στέκουνε σαν τις αλογόμυγες
που σας ανέφερα πιο πριν
και παρατηρούν τα αδιάθετα ξανθά μαλλιά μας.
Μας ζητούν χαρτομάντηλα για να φτύσουνε
κάτι να φάνε και καμιά πορτοκαλάδα
χωρίς ανθρακικό να την πιουν.
Και χρήματα κύριε, χάρτινα νομίσματα τσίγκινα κέρματα
χρήματα χρήματα κι αφόρητη ζέστη.
Δεν ξέρω. Αυτοί οι σκούρου χρώματος άνθρωποι
εν αντιθέσει με μας
γεννάνε συνέχεια μικρούς μαύρους βόλους παιδιά
ο υπερπληθυσμός σ' αυτούς οφείλεται
το βλέπετε, δεν χωράμε πια δεν βγαίνουμε θα μας πατήσουν.
Ευτυχώς σ' αυτές τις δικές τους απομακρυσμένες περιοχές
κόψαμε το νερό οι εργάτες του δήμου δώσαμε εντολή
να κάνουν απεργία έχουν θαφτεί από σκουπίδια
πολύ κακής διατροφής και τεράστιους ποντικούς
κι έτσι άρχισαν να κυκλοφορούν
μολυσματικές θανατηφόρες αρρώστιες
και ζέστη αλήθεια τώρα που το σκέφτηκα
μήπως αυτές τις χοντρουλές τις αλογόμυγες που μας παρατηρούν
να ξέρετε είμαι σίγουρη αυτοί τις εκπαιδεύουν.
Δε μπορεί κανείς να τους έχει εμπιστοσύνη σ' αυτούς
ο,τι ελεημοσύνη να κάνεις.
Τις προάλλες για να σας δώσω να καταλάβετε
πήγα να δώσω ένα έτσι χαστούκι μικρό
και μου εδάγκωσε το χέρι.
Θα πρέπει να λάβουμε οριστικά μέτρα γι' αυτούς
πόσο καιρό έχουμε να κάνουμε ένα πόλεμο μια επιστράτευση.
Το βραδάκι ελάτε θα μαζευτούμε σπίτι εμείς κι εμείς
θα φάμε κάτι παραδοσιακό και θα απαγγελθούν
νέοι προοδευτικοί ποιητές
αλήθεια, τι γνώμη έχετε γι' αυτή τη Γώγου;







Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ιδιότροπα άλογα: του Vladimir Vysotsky

Δεν ξέρω αν η τέχνη "μιλάει" μέσα από τον άνθρωπο ή ο άνθρωπος "φωνάζει" μέσα από την τέχνη, κι αν αυτό έχει και μεγάλη σημασία, τελικά, όσο η συγκίνηση του να απολαμβάνεις ένα υπέροχο αποτέλεσμα!
Ο ποιητής και φίλος Δημήτρης Νικηφόρου, απέδωσε το ποίημα του Vysotsy  με το πάθος, την ένταση αλλά και τον σεβασμό και τη λ ε π τ ό τ η τ α  που απαιτεί μια μεταφραστική προσπάθεια.
Τον ευχαριστούμε για την αριστουργηματική του δουλειά που μοιράστηκε μαζί μας.



Ιδιότροπα άλογα


Απ' άκρη σ' άκρη του γκρεμού, πάνω στο χείλος της αβύσσου
Μαστιγώνω τ' άλογα μου οδηγώντας τα ίσια μπρος.
Μου σώνεται η ανάσα, πίνω τον άνεμο, ρουφάω την ομίχλη
Νοιώθω με μια απόκοτη ηδονή να χάνομαι, να αφανίζομαι

Κάντε λίγο αγάντα άλογα μου, αγάντα λίγο!
Μην υπακούτε στο σκληρό μαστίγιο!
Μα για τη τύχη μου τα άλογά μου είναι τόσο ιδιότροπα -
Ούτε να ζήσω πρόλαβα, ούτε θ' αποτελειώσω το τραγούδι μου.
Θ' αφήσω τα άλογα μου να ξεδιψάσουν
Θα τραγουδήσω αυτή τη στροφή
Για μια στιγμή ακόμα θα σταθώ στο χείλος...

Θα χαθώ μ' ένα φύσημα σαν χνούδι από το χέρι - σαρωμένος στη λαίλαπα
Καθώς τ' άλογα καλπάζοντας θα σύρουν το έλκηθρο μου στο πρωϊνό χιόνι.
Συγκρατείστε την ορμή σας άλογα μου, μη βιάζεστε
Παρατείνετε έστω για λίγο το δρόμο μου για το τελευταίο καταφύγιο!

Κάντε λίγο αγάντα άλογα μου, αγάντα λίγο!
Μην ακούτε πια το λουρί και το καμτσίκι!
Μα για τη τύχη μου τα άλογά μου είναι τόσο ιδιότροπα -
Ούτε να ζήσω πρόλαβα, ούτε θ' αποτελειώσω το τραγούδι μου.
Θ' αφήσω τα άλογα μου να ξεδιψάσουν
Θα τραγουδήσω αυτή τη στροφή
Για μια στιγμή ακόμα θα σταθώ στο χείλος...

Φτάσαμε λοιπόν στην ώρα: δεν κινάς αργοπορημένος για τον Θεό -
Μα γιατί οι άγγελοι εκεί δοξολογούν με τόσο μοχθηρές φωνές;
Ή μήπως είναι ο στριγγός ήχος μια καμπάνας που ξέσπασε σε λυγμούς;
Ή μήπως είναι οι κραυγές μου στα άλογα να τραβούν το έλκηθρο πιο αργά;

Κάντε λίγο αγάντα άλογα μου, αγάντα λίγο!
Παρακαλώ σας μη τρέχετε με ξέφρενο καλπασμό!
Μα για τη τύχη μου τα άλογά μου είναι τόσο ιδιότροπα -
Ούτε να ζήσω πρόλαβα, ούτε θ' αποτελειώσω το τραγούδι μου.
Θ' αφήσω τα άλογα μου να ξεδιψάσουν
Θα τραγουδήσω αυτή τη στροφή
Για μια στιγμή ακόμα θα σταθώ στο χείλος...


Απόδοση : Δημήτρης Νικηφόρου 8 - 3 - 2013
( Δεν φτάνει μόνο η γλώσσα να μεταφέρει α υ τ ή την π ο ί η σ η από τις στέπες. Το έλκηθρο είναι η ψυχή που τραγουδά το ίδιο τραγούδι...)



Κυριακή 16 Ιουνίου 2013

Σ' αυτή τη πόλη -Δημήτρης Νικηφόρου-

σ' αυτή την πόλη

σ' αυτή την πόλη
η μοναξιά 
κυκλοφορεί εναλλακτικά στον δακτύλιο.
σήμερα οι μονοί
αύριο οι ζυγοί
και πάει λέγοντας.
στις μοιραίες συγκρούσεις
ο λόγος πνίγεται σε αψιμαχίες
και χυδαίους προπηλακισμούς --
« γαμιέσαι ρε..».
« σε μένα το' πες μωρή κουφάλα;» --
που και που πέφτουνε τίποτα ψιλές
και ύστερα όλα διευθετούνται
με την ανταλλαγή ασφαλιστηρίων καρτών --
« κάνε μια δήλωση ότι φταις ρε φιλάρα
να πληρωθώ κι εγώ να τη βγάλω...» --
απρόσωποι μεσάζοντες αναλαμβάνουν τα περαιτέρω.

σ' αυτή την πόλη
την πόλη μου
η μοναξιά με ανασηκωμένους γιακάδες
τρυπώνει στα μπουρδέλα της Φυλής και της Βάθης
με ένοχη ντροπή που καμπουριάζει τους ώμους.
οι πουτάνες την μυρίζονται
όπως οι ύαινες τα ψοφίμια και ξερογλύφονται
μα δεν είναι λίγες φορές
που τιθασεύοντας το ορμέμφυτο της σκύλευσης
την παίρνουν αγκαλιά τρυφερά
σαν ξεπαγιασμένο χαμίνι στη ξώπορτα
τη ζεσταίνουν και κάνουν τσιγάρο μαζί
ωσότου η καύτρα φτάσει στα κίτρινα δάχτυλα.

στην πόλη μου
έπηλυς πια από καιρό σεργιανώ
βλέποντας την μοναξιά
να μακραίνει τους κυνόδοντες ανθρώπων
που έπαψαν να χαμογελούν και να πειράζονται
ή να λένε « χαθήκαμε αδερφέ, πώς πας; »
ή « πέρνα απ' το σπίτι έτσι για ένα κρασί...»
ίσως πάλι δεν είναι η μοναξιά ούτε οι άνθρωποι
παρά το ψέμα που αγριεύτηκε στο κλουβί
και μας στρίμωξε στα σχοινιά
με συνεχή γρονθοκοπήματα.

μα κι' έτσι ακόμα
με κατεβασμένα βλέφαρα
τούμπανο απ' το ξύλο
έχουμε περιθώριο αντεπίθεσης
μ' ένα ξαφνικό άπερκατ στο σαγόνι
και μια αντικανονική κλωτσιά στ' αρχίδια._

( Συλλογή «τ' αδέσποτα σκυλιά τρώνε ό,τι βρουν» 2003 )


https://www.facebook.com/pages/%CE%94%CE%B7%CE%BC%CE%AE%CF%84%CF%81%CE%B7%CF%82-%CE%9D%CE%B9%CE%BA%CE%B7%CF%86%CF%8C%CF%81%CE%BF%CF%85/618036574876940?fref=ts



Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Δρόμοι είναι οι ψυχές που κάποτε τυχαίνει να σμίγουν οι ιστορίες τους. Η διμερής, από κοινού, κατάθεση, χαράζει δικές της γεωδαισιακές, που συναντώνται στην καμπύλη γεωμετρία της ποίησης απ-αγγέλοντας στίχους :




Άτιτλο
Την αρμονία του σύμπαντος ανατρέπω!
Ω φάσμα εσύ του παλιού αιθέρα
καλώ σε τη ντάμα σου ν' αγκαζάρεις
έτσι που οι στροφές της ν' αργέψουν.
Οι μέρες μήνες να γινούν,
οι μήνες χρόνοι
και στο καιρό πόδια χελώνας να φυτρώσουν.

Στου χρόνου το βέλος τρυπώ την ανάγκη!
καρφωμένος βιγλάρει στη γέφυρα,
σφυρίζοντας τη μπαλάντα του ιπτάμενου Ολλανδού,
ο πλοηγός της τρικάταρτης φαντασίας μου
που πρόβαλε στις δίνες ενός νεφελώματος,
της ίδιας του της έκρηξης ανεμοσκόρπισμα.
Πάγος και άνθρακας!
Παραφωνία στα νιόφερτα άστρα.
Πλάνης• ένα σε διαρκή αγυρτεία μετέωρο,
περιδινούμενος ίλιγγος
με απαστράπτουσα ουρά σελαχιού,
σκαρί μαθημένο στις απρόβλεπτες τροχιές της μέθης,
ιππότης της ελεεινής μορφής που,
αντίθετα από τον τρελό του Θερβάντες,
παίρνει τους γίγαντες για ανεμόμυλους•
χορευτής κάθε μάχης χαμένης.
Ω τι πορτραίτο ελκυστικό!
Και πως να ξύσω το κάρβουνο
σε τούτη την υποδόρια έξαρση;
κι' αυτό το στημένο στο ικρίωμα κρανίο,
η αψιά του αδιαφορία σαν την σκιά φτερούγας
π’ ανοίγει διάπλατη στου νου του το πέταγμα.
Καρφιτσωμένοι αιώνες στο χαρτί μου
και γω, ανέγνοιαστα στου κόσμου τις άκριες,
σμίγω σούσουρα με ντοκουμέντα,
τα κοπανώ στο γουδί μου, τ' αλέθω•
Ρυτίδες αρότρου χαράζει η σμίλη μου
σε αγρούς ξανά οργωμένους
στων ματιών του τα χάσκοντα βάθη.
Άτιτλο λέω ν'αφήσω ετούτο το σκίτσο.
Ανωνόμαστο σαν τον πλάνητα ποιητή μου
για να μαντεύουν στις λοξές και στις κάθετες
πως σπέρνεται στα έγκατα η απόγνωση και
στα ουράνια τα στάχυα της θερίζει η ελπίδα._
Μαρία Τζιάτζιου
Δημήτρης Νικηφόρου
27- 4 -2013






Σάββατο 20 Απριλίου 2013


Κι η μνήμη μπλάβιζε στο χρόνο
Ρημαγμένη απ' τις νυχιές αδιάφορων συμβάντων
Περαστικών
Κι η ορμή ξεθύμαινε σπρωγμένη απ' των ευθυνών τη βιάση

Κι οι μέρες μου μοιρολοΐστρες πάνω απ' τα χαρακώματα της νύχτας
Απόμειναν στα μαύρα τυλιγμένες να πενθούν
Για όσα τα όνειρα ψιθύριζαν για τ' αύριο


μαρια
   Φωτογραφία: Κι η μνήμη μπλάβιζε στο χρόνο
Ρημαγμένη απ' τις νυχιές αδιάφορων συμβάντων
Περαστικών
Κι η ορμή ξεθύμαινε σπρωγμένη απ' των ευθυνών τη βιάση 

Κι οι μέρες μου μοιρολοΐστρες πάνω απ' τα χαρακώματα της νύχτας
Απόμειναν στα μαύρα τυλιγμένες να πενθούν 
Για όσα τα όνειρα ψιθύριζαν για τ' αύριο

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

'' Russ the soviet '' by Sergei Yesenin

Ο τυφώνας έχει περάσει. Μείναμε μόνον λίγοι επιζώντες.
Πολλοί απουσιάζουν από το προσκλητήριο των φίλων.
Επέστρεψα πάλι στην έρημη γης,
Απ' όπου έλειψα για οχτώ χρόνια.

Σε ποιόν να στραφώ; Με ποιόν μπορώ να μοιραστώ
Τη μελαγχολική χαρά που είμαι σώος και ζωντανός;
Ένας μαγκούφης ανεμόμυλος στέκει ορθός ακόμη εδώ
Σαν βαλσαμωμένο πουλί μ' ένα φτερό - μάτια κλειστά.

Άγνωστος είμαι σε όλους εδώ.
Κι' όσοι θυμούνταν, μ' έχουν από καιρό ξεχάσει,
Και κει που κάποτε ακόμη ήταν το πατρικό μου
Απόμειναν στάχτες κι' ένα λεπτό στρώμα σκόνης του δρόμου.

Όμως η Ζωή βράζει.
Η Ζωή προχωράει γοργά.
Φρέσκα και γερασμένα πρόσωπα με προσπερνούν βιαστικά
Αλλά κανείς δε μου γνέφει, κανέναν δεν χαιρετώ
Σε κανένα βλέμμα δεν μπορώ να βρω καταφύγιο.

Και στο κεφάλι μου μπαινοβγαίνουν σκέψεις βουϊζοντας.
Τι σημαίνει πατρίδα;
Μην είναι τάχα μόνον όνειρα;
Γιατί για όλους σχεδόν εδώ, είμαι ένας προσκυνητής,
Ένας αγύρτης θλιβερός, ποιος ξέρει από τι μακρινό ταξίδι.

Και να' μαι λοιπόν!
Ένα έκθεμα ενός τόπου
Όπου το μόνο ενδιαφέρον που θα' χει είναι πως
Μια απλή χωριάτισσα έφερε στον κόσμο εκεί μια μέρα
Έναν θερμόαιμο ταραξία Ρώσο ποιητή.

Μα πάλι του νου η φωνή μιλά στη καρδιά.
'' Έλα σύνελθε! Γιατί ενοχλείσαι;
Είναι το νιόφερτο φως που φέγγει
Στα βαγόνια μιας άλλης γενιάς.

Αλίμονο, οι ανθοί σου τείνουν στην πτώση.
Τώρα άλλα τραγούδια τραγουδιούνται από άλλα χείλη,
Που όπως φαίνεται είναι πιο ελκυστικά, -
Δεν είναι ένα χωριό η μάνα τους, αλλά ο κόσμος ''.

Αχ, πατρίδα, πόσο γελοίος μπορώ να γίνω!
Τα βαθουλωτά μάγουλα κοκκινίζουν μ' ένα θαμπό πορφυρό,
Η γλώσσα των συμπατριωτών μου μου είναι ξένη,
Είμαι ένας έπηλυς στην ίδια μου τη χώρα.

Και να που βλέπω
Τους χωρικούς τη Κυριακή,
Συγκεντρωμένους σαν κοπάδι, όπως πριν μπροστά στην εκκλησιά,
Να ανταλλάσσουν τις καθημερινές τους έγνοιες
Με τα γνώριμq μεγαλόφωνα πρόστυχα λόγια.

Πέφτει το σούρουπο, και ο ήλιος ραντίζει
Μια υγρή χρυσόσκονη πάνω από τα ασημένια λιβάδια.
Και οι λεύκες κρύβουν τα γυμνά τους πόδια στ' αυλάκια
Όπως οι φράκτες κρύβουν τις κνήμες των μικρών μοσχαριών.

Ένας χωλός υπναλέος απόμαχος του κόκκινου στρατού,
Εις ενθύμηση, τεντώνοντας το ζαρωμένο του κεφάλι,
Διηγείται ιστορίες, υπερβάλλοντας, για τον Budyonny,
Και την ανακατάληψη του Perekop από τους κόκκινους.

'' Κι' έτσι έγινε η συμπλοκή, κι' από τις δυο μεριές,
Οι μπουρζουάδες... εκείνος εκεί... κάτω στη Κριμαία... ''
Και οι σφενταμιές συνοφρυώνονται σμίγοντας τα κλωνάρια τους
Και οι γυναίκες βαριανασαίνουν με φόβο στο βουβό λυκόφως.

Οι ντόπιοι Κομσομόλοι παρελαύνουν στη δημοσιά,
Και, με την φυσαρμόνικα να να παίζει δυνατά
Αντηχώντας στην κοιλάδα με εύθυμους τόνους,
Τραγουδούν του Demian Bendy τα παραπειστικά ποιήματα.

Ω! Τι χώρα! Γιατί στη κατάρα βροντοφώναξα
Στις ρίμες μου ότι ήμουνα ένα με τις μάζες;
Σήμερα η ποίηση μου δεν έχει πια ζήτηση,
Και, πολύ πιθανόν, ούτε εγώ χρειάζομαι πια εδώ.

Πάει καλά!
Συμπάθα με μητρική γη.
Για όσα ήμουνα χρήσιμος, μ' αυτά μόνο νοιώθω ικανοποίηση.
Κι' ας μην τραγουδιούνται οι στίχοι μου τώρα,
Εγώ τους τραγούδησα στο προσκεφάλι της άρρωστης χώρας μου.

Όλα τα παίρνω όπως είναι.
Τα αποδέχομαι όλα και τέλος.
Είμαστε σύμφωνοι, θα κρατήσω μακριά τον απόβλητο.
Ενέχυρο θα βάλω τη ψυχή μου για το Μάη και τον Οκτώβρη,
Μόνο τη λύρα μου ποτέ δεν θ' αποχωριστώ.

Δε θα τη δώσω σ' αλλουνού τα χέρια κανενός,
μήτε στη μάνα, τη γυναίκα μου ή σε κανέναν απ' τους φίλους.
Τι μοναχά σε μένα εμπιστεύτηκε τούτες τις μελωδίες της,
Σε μένα, κι' άλλον κανένανε, τραγούδησε τα τρυφερά τραγούδια της.

Εσείς οι νέοι να περνάτε καλά και τα κορμιά σας γερά να κρατάτε!
Σας προσμένει καινούργια ζωή, καινούργια τραγούδια.
Κι' όσο για μένα... ξεκινάω για άγνωστες στέπες.
Να γαληνέψει για πάντα η αντάρτικη ψυχή μου.

Μα ακόμα κι' όταν
Στον πλανήτη ολάκερο
Πάψουνε οι φυλετικές διαμάχες
Και η θλίψη και τα ψέματα σωθούνε
Ακόμα τότε θα υμνώ, με όλο
Του ποιητή το Είναι,
Της γης το ένα έκτο
Μ' ένα όνομα τόσο μικρό όπως '' Russ ''.

Μετάφραση : Δημήτρης Νικηφόρου.



Κυριακή 7 Απριλίου 2013

Κι απέναντί μου, σε μόνιμη θητεία η γκρίζα
στοιχειωμένη θάλασσα
χειροκροτεί τα πάθη μου
Τι να της πω...
Όπως μου αρέσει θα κάνω!
Εγώ για να φύγω ήρθα


Τετάρτη 27 Μαρτίου 2013

Τ' ανυπεράσπιστα σύνορα του κόσμου,
τα βλέπεις;
Τ' ατέρμονο φεύγα των πουλιών;

Εκεί κοιτώ.
Εκεί ανήκω.

Στα νοτισμένα προσχέδια ενός ταξιδιού...που ξεμακραίνει
Σε χνάρια απο πατημασιές βροχών κι ονείρων.
Και λίγο σε θεοπάλαβο άνεμο.

Κι αχνά που δε σπαν τα χείλια μου,
και χαρούμενα δε ρυτιδιάζουν τα μάτια μου,
μην ξοδεύεις τη θέρμη σου.
Πάλι θα στάξει

Ο κόσμος φεύγει
Άργησα

Εκεί κοιτώ
Εκεί έλα
Στο ροκ αίθριο των καπνών της σαγήνης που καταπίνει η κόλαση
θα παίζω με την παραφροσύνη της εξάρτησης
που γλύφει ο παράδεισος.
Θα δεις

Το χαμένο όριο της λύσσας μιας μάχης θα σπαρταράει
ξεδιψώντας τα χνότα μας
Κι πόλεμος της νύχτας, κάθε τόσο, σε κάθε ανάσα
όπου θα καίει κορμί,
θα χάνεται


τζιατζιου μαρια



Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Πίσω απ' το φεγγάρι







Οι ποιητές θα τιμήσουν το φεγγάρι απόψε
Οι ερωτευμένοι θα το λατρέψουν
κι οι άστεγοι θα το σκεπαστούν.
Μα εγώ θα κρυφτώ πίσω του.
Στη σκοτεινή πλευρά της γνώσης του
Στην πεμπτουσία της σιωπής του.
Στο άγονο, μοναχικό και ξεχασμένο πρόσωπό του
που, νιώθω να χαμογελά,
σ' όλα τα μυστικά όταν λιώνει η θέρμη του,
εκεί που ξένοι κατοικούν
και άγγελοι έκπτωτοι.
Εκεί που χρόνια αγαπημένοι ταξιδεύουν
και δίνονται
και χάνονται...


Κανένα ίχνος σου ακόμα δεν θα ταράξει αυτή τη νύχτα
που θα λουφάξω μέσ' το σύμπαν.

Θα είμαι στο φεγγάρι απόψε.

Τζιάτζιου Μαρία

Κυριακή 17 Μαρτίου 2013

"Θείο δώρο"



Ποίηση Νικηφόρου Βρεττάκου
Συλλογή: Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων 1933



Ήθελα τάχα, Θεέ μου, να μου κάνεις δώρο
ένα μικρό θεό, στην άκρη αυτού του κόσμου.
Και να 'χει αρχή και τέλος ο μικρός θεός μου
που ήθελα τάχα, Θέ μου, να μου κάνεις δώρο,
να τον χωρεί καλά και με ο εγκέφαλός μου.
Κλεισμένος να πονεί μες το γαλάζιο χώρο...
Ήθελα τάχα, Θεέ μου, να μου κάνεις δώρο
ένα μικρό θεό στην άκρη αυτού του κόσμου...

Κλεισμένος να πονεί μες το γαλάζιο χώρο,
για να τον αγαπώ καθώς τον εαυτό μου.
Κ' ενώ θε να ποθεί το φως κάποιου άλλου κόσμου,
κλεισμένος να πονεί μες τον γαλάζιο χώρο!
Να φεύγει ορμητικός, μα ο κύκλος κάθε δρόμου,
να φέρνει μου ξανά, το θείο σου, Θέ μου δώρο.
Κλεισμένος να πονεί μες το γαλάζιο χώρο,
να κλείνω εγώ αυτόν, κι αυτός τον εαυτό μου.
Η θάλασσα γέρνει ανήσυχη στην ακτή.
Απέραντο μαύρο αντικατοπτρίζει το πορτραίτο της,
ψιθυρίζει η νύχτα·
και σιγοκλαίει
μη σπάσει τη σιωπή με την κραυγή της ερημιάς.

Αν τη θυμηθούν, θα βουλιάξουν την αγκαλιά της
οι μονάχοι… 
Και ποιος ξημερώνει τόσα κρίματα...

μαρία


Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Ταξιδεύουν...
Φεύγουν...
Οι ήρωές μου βαδίζουν πάντα αργά.
Μετρούν στα βήματά τους 
τους ήλιους
που κατάπιαν οι οδύνες στο κενό.
Αιωρούνται πάνω από χνάρια αναμνήσεων 
στους φεγγίτες του νου.
Χαμογελούν 
πίσω από αινιγματικές, απρόβλεπτες σκιές.

Οι ήρωές μου
έρχονται από άλλες εποχές.
Από ξεχασμένους, χορταριασμένους δρόμους.
Γυρίζουν από τα πράσινα μονοπάτια του έρωτα, 
ίσως.
Κι απ' τις ζεστές μέρες που,
φέρναν πάντα πίσω τα πουλιά.

Βυθίζονται σχεδόν ανήμποροι
στον ωκεανό του πάθους τους.
Λιώνουν στις πιο κόκκινες κι άσβηστες φωτιές τους.

Οι ήρωές μου
ανασαίνουν την απόγνωση.

Καταδιώκονται από βουβές επιθυμίες
και υποκύπτουν.
Τους βρίσκεις να χάνονται
πίσω από χρυσαφιές, κερένιες λάμψεις
σαν αερικά.
Πίσω από χυτές κουρτίνες που κρύβουν 
την αργοπορημένη τους επιστροφή.
Γιατί επιστρέφουν.
Διεκδικούν 
έστω μία σταγόνα 
από παλιά ευτυχία.

Κουβαλούν τον βαρύ, ράθυμο ουρανό τους, παντού.

Οι ήρωές μου
ηρεμούν το πνεύμα τους 
στην απομόνωση των ξένων σκέψεων
και υπερβάλλουν να λατρεύουν το τέλος...


Τζιάτζιου Μαρία


Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2013

Γιατί σου χρωστώ μια ευχή
θα κάνω δρόμο τον ουρανό
φιλί τη θάλασσα
κι αγκαλιά μου τον ήλιο...
Όπου καταφέρεις και χαθείς
θα...


                                         Μαρία

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2013

Το τοπίο μέσα μου ~ Νόνη Σταματέλου~ Ποιητική συλλογή: ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΑΙΧΜΗΡΟ

Τις ώρες που ακίνητη κοιτάζω η θάλασσα
ετοιμάζω μέσα μου το τοπίο του χειμώνα...
Αν δεν ξορκίσεις τα χαμένα καλοκαίρια
το φάντασμά τους θα σ' ακολουθεί
και δεν θα βρίσκεις
ούτε στην πανσέληνο τ' Αυγούστου γιατρειά.
Οι ανατολές που μάζεψα για φέτος
Οι χρυσοπράσινες πλαγιές
του κυρ Δημήτρη το πορτοκαλί βαρκάκι
ποια καταχνιά να φοβηθούν;
Στο φως μου και στο χρώμα μου
Ποιο γκρίζο θ' αναμετρηθεί;


Μου πήρε πολλά χρόνια
Μέχρι να μάθω να κοιτάζω τη θάλασσα...

Τώρα θα στεγνώνω το πέρασμά μου
Στους βροχερούς δρόμους
Με μια κόκκινη ομπρέλα
Θα διασχίζω την πόλη
και το σκοτάδι των ανθρώπων.
Κι όταν καμιά φορά θολώνει η ματιά μου
Θα τρέχω στο τοπίο μου να κλειστώ
Και στ' ασπροκλήσι της Θύμαινας
θα μπαίνω
που η λειτουργία της Παναγιάς
διαπερνάει το τζαμάκι στ' άγιο βήμα
κι αρμενίζει στο πέλαγος...

                                                        [ Έργο της Σοφίας Βλάχου]