που γυροφέρνει στα μάτια μου
κι ένας ήχος αχνός που
σπαταλιέται αλύπητα να με ταράζει
πίσω από μια αχλή.
Είναι δυο χέρια που αργά κινούνται
κατά πάνω μου
ν' αρπάξουν το στεφάνι της ησυχίας μου
κι ίσως και να τσακίσουν τη δόξα της,
στις άναστρες νύχτες που
ξεφορτώνουν κόπους
οι αθανασίες μου.
Είναι ο εφιάλτης ολοζώντανος
που κατοικεί μαζί μου...
Πετάει τα πετσιά του γύρω μου και
αηδιαστικά και γλοιώδη
κολάν στους τοίχους μου.
Δε μ' αφήνει ν' ακουμπήσω
την αδύναμη βούλησή μου
να την περιθάλψω..
Δε μ' αφήνει να αναπνεύσω
την αυθόρμητη απόφαση να χορτάσω!
Δε μ΄αφήνει
Δε μισώ...
δεν τον μισώ τον εφιάλτη..
Μισώ τα χέρια μου
που του ανοίγουν την πόρτα
Μισώ τον τρελό εγωισμό μου, που,
τον υποδέχεται και
με εγκαταλείπει μόνη μαζί του.
Μισώ το παρελθόν
που του επέτρεψε να αυτομολήσει
και δεν τον φίμωσε,
δεν τον έδεσε στο δέντρο
που κρεμούσα τη νωθρότητα
απονήρευτη για τα σχέδιά του...
Δεν ήξερα τι παρέδιδα στο μέλλον...
Κανείς δεν είπε πως,
δεν κλειδώνεται ο εφιάλτης
στο σεντούκι με τα παλιά πράματα..
Κανείς δεν είπε
πόσος πόνος χρειαζόταν ακόμη
για να χτίσω έναν παράδεισο..