Ο κάθε τυχαίος αφήνει εδώ τη σκόνη του.
Ο κάθε περαστικός εφορμά κι αρπάζει
Ο κάθε -μας-
Ο κάθε
Σκυλιά κοπρίτες βολοδέρνουν γερασμένα πάνω κάτω
πεταμένα, με τα κολάρα ξεχασμένα πάνω τους
Σαν αφεντικά να μην είχαν ποτές.
Σαν να μην γλύψαν τη χούφτα κανενός γεμάτη
από δυο ψίχες κι ένα κόκκαλο, ποτές.
Κι εδώ έξω απ' τον καφενέ μας,
σκυφτά μυρίζουν δίπλα απ' τα τα πόδια μας
να χορταστούν από την ιδέα που φάγαμε 'μεις
Εμείς ο -κάθε-
Ο κάθε..που χόρτασε από την ιδέα του.
Που περαστικοί φανήκαμ' από 'δω -κι εμείς-
τυχαίοι,
ερχόμενοι από πιο μεγάλους καφενέδες,
μα δίχως λουρί και κολάρο.
Με ελεύθερο το λαιμό να γυρνάει κατά που τον ορίζουμε.
Μοναχά...να. Τα ποδάρια μας φορούν παϊβάνια..
και τα στόματά μας, φίμωτρα!