[ Εικόνα απο το διαδίκτυο]
λίγο απ' την παλιά αρμύρα της και κάτι λίγο ακόμα
απ' το κύμα που 'κρυβε με προσοχή στον κόρφο.
"Τέρα 'δω, σε πνίγει το κύμα άμα θε να παίξεις με δαύτο
και δεν το σεβαστείς.
Θαρρείς κι είναι άνθρωπος, σε καταριέται"
Στην ώρα της έπαιρνε και το πονετικό το ύφος.
"Με το ρέγουλο το κύμα. Με το ρέγουλο.
Άμα δεν έχει μπέσα που σε λέω 'γω
μια στη μεσιά και δίνε του
Παντού θάλασσα ο θεός.."
Η παχουλή της μύτη ξεχώριζε στο παλιό της πρόσωπο,
με δυο αυλακιές στα πλάγια της, απο ρυτίδες
με χρησιμότητα να βρίσκουν διέξοδο τα άτονα δάκρυα
προς το πεσμένο της πιγούνι
και κάπου στο λαιμό να σβήσουν
στην έναρξη άλλης μιας διδαχής
όσο να βράσει ένα φαΐ
κι ο ήλιος να κάψει απ' το νότιο παράθυρο.
Κάπου εκεί έφτανε στην πόρτα
με την ίδια καλή κουβέντα που, δεν θα την πω,
καθώς μου 'ναι πολύτιμη ως κληρονομιά στη μνήμη
και τη βαστώ, σα φοβισμένο τσόνι στην παιδική μου φούχτα
ανήσυχο και ξεπαγιασμένο απ' το χιόνι
που ζεσταίνω στο στήθος μου.
Σε μια φωτογραφία- εικόνα γραφική
έσερνε τα μαύρα της ρούχα ως τ' αδιέξοδο
να πλημμυρίσει με νερό,
ανασκουμπωμένη
με τον κόμπο περήφανα δεμένο στο τσεμπέρι
να πετά σαν την ουρά του πετεινού
και να μοιράσει βραχνές αρχαίες καλημέρες
στις περαστικές
η να κεράσει έναν ζεστό, γλυκό τσιτσιρίγκο...