Στον κρόταφο κολλημένο
όπλο
να φοβηθώ
να μην τολμήσω να τους φοβερίξω
Στο στόμα μπουκωμένο
πατσαβούρι
Να μη μιλώ
Να μη φωνάξω το όνομά της-
κι ακούσουν και το θυμηθούνε,
στρατιές ανθρώπων
που ξεχάστηκαν στα δικά τους μπουντρούμια
σαν τους λεπρούς
κι αργοπεθαίνουν δίχως του ήλιου το φως
Στα πόδια μου αλυσίδες βαριές
Να γίνει δύσκολο,
ακατόρθωτο το βάδισμά μου
Μακριά πολύ να μη μπορώ να φτάσω
ως τους συντρόφους η ως τη θάλασσα
Να με βρεις.
Αν το θες στην αυλή μου.
Στο δρόμο
Σε μια πλατεία.
Να συνάξουμε έναν μικρό πόλεμο.
Να συρθούμε με τις αλυσίδες έξω
Να φωνάξουμε πίσω απ' τα πατσαβούρια.
Δε φώναξε η φωνή ποτές
Η ψυχή μας ούρλιαζε ακατάπαυστα