Σηκώναμε σταυρό πύρινο
ορθά τα γόνατα
τα μάτια ψηλά
Κι η Παναγιά μας πρόσφορο
το δάκρυ της
σεμνά στο πλάι
αχνά ακουμπώντας μας
με το κουράγιο της
αέναο
Ο δρόμος μακρύς, μάνα
ο ιδρώτας λειψός απ' τη δίψα
στ' ατέλειωτα χωράφια μας
που κατά πίσω μας ξεμάκρυναν,
ποτισμένα απ' το μόχθο σου
και λουσμένα
στα πιο γλυκά σου γέλια
την ώρα στο ξαπόσταμα
στον πέτρινο φράχτη.
Κοιμήσου 'συ στο παλιό σου μνήμα
τα μάτια κλειστά καλά να βαστάς
μη δεις
τούτον τον ουρανό που κοίταξες
στα χρόνια της φωτεινής σου αυγής,
τις χρυσοπόρφυρες ανταύγειες
παρέα του θεού στο νυχτερινό τους κατευόδιο,
τα σύννεφα που σε ταξιδέψανε,
αντίο μη δεις να γνέφουν.
Πουθενά, μάνα,
καμιά λησμονιά δεν καρτερά
καμιά αγκαλιά ζεστή σου
εκτός απο τον τάφο σου...
Κι όσο κοντεύει ο δρόμος, μάνα,
καμιά πατρίδα ξενιτιά
τα δυο σου χέρια
κεριά αναμμένα,
στο μπόγο μου ανάσα να σταθείς να πάρεις.
Να γύρει το αναφιλητό μου
στο αργό τραγούδισμα της προσευχής σου
στον πιο μακρύ μου διωγμό
με νεύμα λεύτερο να σιγοντάρει..