Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012


Ξημερώματα Δευτέρας 3:37 π.μ.
Καιρός κα...λός;  κακός;
Ποιος ασχολείται;
Δε θα μας χαλάσει τα σπαρτά.
Εμείς δεν έχουμε σπαρτά.
Δεν περιμένουμε να πάρουμε απο σπαρτά.
δεν έχουμε καν χωράφι.
Εμείς δεν έχουμε χώμα
ούτε για να λερώσουμε τα παπούτσια.
Δεν έχουμε χώμα εδώ!
Δεν έχουμε χώμα!
Έχουμε όμως αρκετό τσιμέντο...
Πάρτε τσιμέντο
Περισσεύει το τσιμέντο...
Είναι τόσο πολύ που
είναι ασήκωτο καμιά φορά.
Είναι βαρύ το τσιμέντο!
Βαρύ!
Βαρύ!!!
Είναι βαρύ το τσιμέντο!!!

Πλακώνει τόσες πολλές απο τις επιθυμίες...
Τόσα πολλά απο τα όνειρα
Τόσες απο τις ανάσες
Κρύβει τόση θέα απ' τη ζωή.
Είναι ασήκωτο....

Χμ! Κάπου κάπου
μυρίζει καμιά μυγδαλιά το Μάρτη.
Κι όταν φυσάει ο άνεμος την ξεγυμνώνει
ξεδιάντροπα
όμορφα..σαγηνευτικά..
Σαν κρυφός, αόρατος εραστής
απομακρύνει κάθε ίχνος απ' την υπόλευκη ντροπή της...
Κι εκείνη; Τι λέτε να κάνει εκείνη;
Τι μπορεί να κάνει μια μυγδαλιά!
Μπορεί..να κουκουλώσει με το πράσινο τσίτι
τη γύμνια της.
Να περιμένει τον καρπό της
Και να ξαποστάσει στη σκιά της μια γάτα.
Όπως και να κρύψει τόσο λίγο απ' το τσιμέντο.
Το τσιμέντο που σκιάζει τα μάτια μου.
Το τσιμέντο που εξαφανίζει τα δικά σου...

Τελικά
Μια Άνοιξη ακόμα
περνάει πάνω απ' τον περιφερειακό
τρεχάτη μαζί με τα αυτοκίνητα
που σχίζουν το πανί της ησυχίας

Έλα...έλα!
Πόση ζημιά θα μας κάνει απο τόσο μακριά;
Πόσο να μας ξεσηκώσει και να ταράξει
την απελπισμένη ρουτίνα
που έγινε δεύτερη πέτσα μας;
Δεν κινδυνεύουμε ούτε να ερωτευτούμε.
Ούτε να επιθυμήσουμε μια βόλτα
να χαϊδέψουμε τις παπαρούνες του Μάη.
Είμαστε ασφαλείς εδώ
να παρακολουθούμε το σπίτι να γεράζει
να προσέχουμε μη χρειαστεί απ' τη φροντίδα μας
κι εμείς λείπουμε.
Είμαστε ασφαλείς
να μαθαίνουμε τα δρώμενα
στημένοι μπροστά στο πολύχρωμο κουτί,
που εκτός των άλλων διαφημίζει και
το πως πρέπει να ζήσουμε.
Μέσα στο βαρύ τσιμέντο.
Να ζήσουμε.
Να ζήσουμε πολλές φορές τη Δευτέρα
μαλώνοντας στις λαϊκές με τις κυρίες
που σκοτώθηκαν πάνω μας.
Να οσμηστούμε πολλές φορές τον ιδρώτα
απο τα παστωμένα σώματα στα αστικά
αλλάζοντας μυστήριες ματιές,
ακούοντας την ψιλή κουβέντα των διπλανών
κι αγκομαχώντας ως την τελευταία στάση
που μας περιμένει δίπλα στην υπηρεσία
να στηθούμε στην ουρά και
να μην προλάβουμε τις φίλες στο πάρκο,
που έτσι και αλλιώς θα κουτσομπολεύαμε,
-λεφτά για καφέ πια δεν υπάρχουν-
και να τρέχουμε να προλάβουμε τα ψώνια
και τα παιδιά απο το σχολείο
που η δασκάλα τους σήμερα,
θα τους μιλούσε, κόβω το κεφάλι μου,
για την Άνοιξη.
Εκείνη την Άνοιξη που θα μυριστούν στο
τσιμεντένιο μας μπαλκόνι
και θα πλάσουν τα παιδικά τους όνειρα
που θα θυμούνται στο μακρινό τους μέλλον
γεμάτα γραμμώσεις απ' τα κάγκελα..
Απ' τα σιδερένια και κρύα, γκρίζα κάγκελα
που τους περιορίζουν σαν τα προβατάκια..

Έλα...
Δεν είναι τόσο άσχημα ίσως.
Μπορείς και να κλείσεις τα μάτια
και να ταξιδέψεις.
Σίγουρη επιλογή!
Πάνε όπου θες.
Γύρνα τον κόσμο ανέξοδα
και χωρίς τον κόπο του ταξιδιού.
Χαμογέλασε.
Φτιάξε μια ελπίδα μέσα σου γι' αύριο.
Διάβασε ένα βιβλίο στην ζεστή άκρη του καναπέ
και μπες στην ιστορία.
Γίνε πρωταγωνιστής.
Κι αν ακούσεις καμιά βουή απ' έξω,
αν δεις κόσμο να πλημμυρίζει τους στενούς δρόμους,
μην κάθεσαι.
Βοήθα να φαρδύνει το πλήθος.
Να μην επιτρέψεις να γυρίσει ο Χειμώνας.
Υπάρχει πάντα η περίπτωση
να βγεις πάνω απ' τον περιφερειακό
και θα πρέπει να δείξεις στα παιδιά την Άνοιξη...

 τζιάτζιου μαρία